Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Και ακόμα Περιμένουμε τους Βαρβάρους...

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης ολοκλήρωσε το ποίημα ''Περιμένοντας τους Βαρβάρους'' το 1898, παρόλα αυτά το εξέδωσε 6 χρόνια αργότερα, και έκτοτε αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του. Όπως αναφέρει η κριτικός Ελένη Ουράνη (ευρύτερα γνωστή με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος): ''Αν μια έρευνα με ρωτούσε ποια θεωρώ τα αρτιότερα, τα πιο παραστατικά και υποβλητικά δέκα σύντομα ποιήματα της παγκόσμιας ποίησης, ασφαλώς θα έλεγα ότι ένα από αυτά πρέπει να είναι το Περιμένοντας τους Βαρβάρους''.

Το σκηνικό του ποιήματος στήνεται σε μια πόλη κάποιας παρηκμασμένης αυτοκρατορίας. Παραπέμπει στην Ρώμη, καθώς χρησιμοποιεί όρους όπως οι Πραίτορες και οι Ύπατοι, ωστόσο η πόλη δεν κατονομάζεται. Με έντονη θεατρικότητα, το ποίημα εκτυλίσσεται ως διάλογος πιθανόν μεταξύ δύο ατόμων. Το ένα πρόσωπο θέτει ερωτήματα παρουσιάζοντας στον αναγνώστη την αναστάτωση που επικρατεί σε διάφορα σημεία της πόλης, ενώ το δεύτερο ανακοινώνει επανειλημμένα πως καταφτάνουν οι Βάρβαροι. 

Παρά την επικείμενη ήττα, η ατμόσφαιρα σκιαγραφείται ήρεμη. Παθητική αναμονή, χωρίς ενδεχόμενο μάχης και παράδοση στους κατακτητές- Βάρβαρους. Οι άρχοντες της πόλης είναι ντυμένοι με τις επίσημες φορεσιές σε μια προσπάθεια να εντυπωσιάσουν τους εισβολείς. Ο όχλος ερεθισμένος, γεμάτος περιέργεια, αδημονεί μάλλον να τους γνωρίσει. Ολόκληρη η πόλη ζει μια καρτερική παραίτηση, με μόνη ελπίδα την καταστροφή. Αλλά ο βαρβαρικός στρατός ποτέ δεν έρχεται. Και αυτή μοιάζει βαρύτερη ήττα για την πόλη. Οι δρόμοι αδειάζουν και ο λαός μένει μετέωρος, συλλογισμένος και ανήσυχος για το μέλλον. 


– Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα. 

– Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε; 

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν. 

– Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα; 

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα. 

– Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα; 

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους. 

– Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους; 

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες. 

– Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι; 

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. 

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.


Ποιοι ήταν αυτοί οι Βάρβαροι που θα έφταναν σήμερα; 


Ετυμολογικά, στα αρχαία ελληνικά, η λέξη βάρβαρος είναι ονοματοποιία που μιμείται τους ακατανόητους ήχους των αλλόγλωσσων, οι οποίοι εκλαμβάνονταν ως ''βαρ βαρ βαρ''. 

Στα πλαίσια της παρακμιακής λογοτεχνίας, όπου μπορούμε να εντάξουμε και τον Καβάφη, οι Βάρβαροι είναι αμφίσημο σύμβολο. Είναι καταστροφείς αλλά και φορείς αναγέννησης. Είναι το αρνητικό αντίθετο του πολιτισμού αλλά και η νεωτερική όψη ενός καθιερωμένου συστήματος. Είναι απειλή αλλά και μεσσιανισμός. Στο καβαφικό ποίημα οι Βάρβαροι ενσαρκώνουν παράλληλα την διττή λειτουργία του συμβόλου στοιχειοθετώντας μια κατάσταση κρίσης για έναν πολιτισμό σε αδιέξοδο. Η εκμηδένιση θα λήξει την αβάσταχτη αγωνία. 

Βασικός καταλύτης, ωστόσο, στο ποίημα είναι η ειρωνεία. Οι βάρβαροι δεν μοιάζουν και τόσο ξένοι. Ο λαός γνωρίζει πως νομοθετούν, θαμπώνονται από πολύτιμους λίθους και βαριούνται τις ευφράδειες. Ακόμα και οι καταστροφείς δεν θα μπορέσουν να αλλάξουν την τάξη πραγμάτων. Για τον απελπισμένο λαό, που δεν μάχεται για την δική του αλλαγή, οι βάρβαροι είναι το καινούριο που απλά θα συνεχίσει το παλιό. Γι’ αυτό και ''Βάρβαροι πια δεν υπάρχουν'', αφού κάθε διαφορετικό αφομοιώνεται στον πολιτισμό. Ο παντοδύναμος εχθρός πια δεν υπάρχει, και αυτό είναι το τραγικό! 

Σχολιάζοντας τους στίχους αυτούς, ο ποιητής Τέλος Άγρας αναφέρει: ''Τίποτα λοιπόν πια το νέο, καμμιά μεταβολή, ότι και αν έρθει για να το κάνουμε δικό μας, θα του δώσουμε τον τύπο του εαυτού μας, περνώντας ανάμεσα από την ιδιοσυγκρασία μας, εξευτελίζοντας, υποβιβάζοντάς το. Έτσι, καμμιά ανανέωση δε μπορούμε να προσμένουμε, καμμιά αναγέννηση, καμμιά κάθαρση''. 


Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς Βαρβάρους
Όχι τι θα κάνουμε στην πράξη, πως θα συνεχίσουμε, αλλά τι θα γένουμε, ποιοι θα είμαστε, πως θα ορίσουμε τον εαυτό μας ως πολιτισμένους αφού πια δεν υπάρχουν οι απολίτιστοι. Μια ερώτηση χωρίς ερωτηματικό, με τελεία, αφού απάντηση δεν υπάρχει. 

Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. 
Με τον τελευταίο του στίχο ο Καβάφης δηλώνει την πραγματική πτώχευση. Οι βάρβαροι γίνονται ''οι άνθρωποι αυτοί'', οι αποδεκτοί πια, που όταν τους περιμέναν ακόμα ήταν –δεν είναι πια- ''μια κάποια λύσις''. Κάποια λύσις είναι η απελευθέρωση και κάποια άλλη η διάλυση. 

Και η λύσις μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε, καθώς αλλαγή ποτέ δεν θα υπάρξει για τους απελπισμένους. Ανάμεσα σε Ιθάκες που βρίσκουμε και Αλεξάνδρειες που χάνουμε, θα περιμένουμε τους Βαρβάρους. Όπως μας λέει ο Νίκος Καζαντζάκης, και ο Καβάφης συνέχιζε να τους περιμένει:
''Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής –σοφός, ειρωνικός, ηδονιστής, γόης, γιομάτος μνήμη. Ζει σαν αδιάφορος, σαν θαρραλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρό του και περιμένει τους Βαρβάρους να προβάλουν. Κρατάει περγαμηνή με λεπτά καλλιγραφημένα εγκώμια, είναι ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή και περιμένει. Μα οι βάρβαροι δεν έρχονται, και αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα, και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει.''

Σου άρεσε το άρθρο που διάβασες; Κάνε Like & Share!

Διάβασε επίσης στο Diaxroniko.eu